ενηρέμησις

ενηρέμησις
ἐνηρέμησις, η (Α) [ενηρεμώ]
1. ηρέμηση, ησυχία, ακινησία, ανάπαυλα σε κάτι
2. μουσ. η στάση τού μουσικού τόνου σε κάποιο ύψος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”